- ρυπώ
- (I)(ῥυπῶ) -άω, ΜΑ, και επικ. τ. ῥυπόω Α [ῥύπος]μσν.(το αρσ. τής μτχ. στον πληθ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) oἱ ῥυπῶντεςμοναχοί τού 19ου αιώνα οι οποίοι ουδέποτε πλένονταν, επειδή θεωρούσαν ως αμαρτία κάθε περιποίηση τού σώματοςαρχ.(αμτβ.)1. είμαι ρυπαρός, ακάθαρτος, γεμάτος ρύπους, βρομάω2. παθ. ῥυπῶμαι, -άομαι(για τα αφτιά) είμαι γεμάτος κυψελίδα.————————(II)(ῥυπῶ) -όω, Α1. ρυπαίνω, λερώνω κηλιδώνω («οὔτε τῷ ῥυπώσαντι αὐτὸν ἀκουσίως», Θεόφρ.)2. παθ. ῥυποῡμαι, -όομαιείμαι ρυπαρός, ρυπαίνομαι, λερώνομαι («ἵνα κλυτὰ εἵματ' ἄγωμαι εἰς ποταμὸν πλυνέουσα τά μοι ῥερυπωμένα κεῑται», Ομ. Οδ.).————————(III)ῥυπῶ, -όω, ΝΜ(μτβ.) καθιστώ κάτι ρυπαρό, ρυπαίνω, λερώνω.
Dictionary of Greek. 2013.